χαϊβάνι

χαϊβάνι
το
(λ. τουρκ.), άνθρωπος χαζός, καθόλου έξυπνος, βλάκας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαϊβάνι — το, Ν 1. κατοικίδιο ζώο, ιδίως το βόδι και η αγελάδα («τά πότισες τα χαϊβάνια;») 2. μτφ. α) βλάκας, κουτός β) μωρό, νεογνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hayvan «ζώο»] …   Dictionary of Greek

  • χαϊβανάκι — το, Ν υποκορ. (ιδίως θωπευτ.) μικρό μωρό, αθώο πλάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαϊβάνι + υποκορ. κατάλ. άκι*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”